- εκλιπαρώ
- (-έω) (AM ἐκλιπαρῶ)θερμοπαρακαλώ, ικετεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκλιπαρώ — εκλιπαρώ, εκλιπάρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκλιπαρώ — εκλιπάρησα, μτβ., παρακαλώ επίμονα, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκλιπαρῶ — ἐκλιπαρέω entreat earnestly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκλιπαρέω entreat earnestly pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποτνιώμαι — καταποτνιώμαι, άομαι (Μ) επικαλούμαι, ικετεύω, εκλιπαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτνιῶμαι «ικετεύω, εκλιπαρώ»] … Dictionary of Greek
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek
απάντομαι — ἀπάντομαι (Α) [άντομαι] εκλιπαρώ, ικετεύω κάποιον να μην κάνει κάτι … Dictionary of Greek
διπλοπαρακαλώ — ικετεύω επίμονα, εκλιπαρώ θερμά … Dictionary of Greek
εκδυσωπώ — ἐκδυσωπῶ ( έω) (AM) ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμά αρχ. 1. κάνω κάποιον να ντραπεί 2. ενοχλώ με επίμονες ερωτήσεις 3. πείθω … Dictionary of Greek
επιλιπαρώ — ἐπιλιπαρῶ, έω (Α) εκλιπαρώ, καθικετεύω … Dictionary of Greek
θυροδέρνω — χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο δέρνω, παρα δέρνω] … Dictionary of Greek